- ἰχθυοπωλῶν
- ἰχθυοπωλῶνἰχθυοπώληςfishmonger: masc gen plἰχθυοπωλέωsell fish: pres part act masc nom sg (attic epic doric )
Morphologia Graeca. 2013.
Morphologia Graeca. 2013.
ἰχθυοπωλῶν — ἰχθυοπώλης fishmonger masc gen pl ἰχθυοπωλέω sell fish pres part act masc nom sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιχθυομετάβολος — ἰχθυομετάβολος, ον (Α) 1. πάπ. το αρσ. ως ουσ. ὁ ἰχθυομετάβολος ο ιχθυοπώλης 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἰχθυομετάβολα φόρος τών ιχθυοπωλών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰχθυ(ο) * + μετάβολος «μεταπράτης»] … Dictionary of Greek